- επακολουθώ
- (ε) μετ.1) следовать, наступать, происходить после чего-л.; вытекать из чего-л.;
ευθύνομαι δι' ό,τι επακολουθήσει — отвечать за то, что произойдёт, за последствия;
2) продолжать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθύνομαι δι' ό,τι επακολουθήσει — отвечать за то, что произойдёт, за последствия;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επακολουθώ — επακολουθώ, επακολούθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επακολουθώ — (AM ἐπακολουθῶ, έω) ακολουθώ ύστερα από κάτι, συνοδεύω, ακολουθώ ως αποτέλεσμα («μετά τον γάμο θα επακολουθήσει δεξίωση») (αρχ. μσν.) ακολουθώ, συντροφεύω αρχ. 1. βγαίνω, πηγαίνω συντροφιά με κάποιον, συνοδεύω 2. κατανοώ τα λεγόμενα κάποιου,… … Dictionary of Greek
επακολουθώ — επακολούθησα, ακολουθώ ύστερα από κάτι, προκύπτω ως συνέπεια (συμπέρασμα, αποτέλεσμα, συνέχεια) του προηγούμενου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπακολουθῶ — ἐπακολουθέω follow close upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπακολουθέω follow close upon pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπακολουθέω follow close upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπακολουθέω follow close upon pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
επακολουθητικός — ἐπακολουθητικός, ή, όν (Α) [επακολουθώ] ο ικανός ή κατάλληλος ή αρμόδιος να επακολουθεί («ἐπακολουθητική δύναμις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
επακολούθημα — το (Α ἐπακολούθημα) [επακολουθώ] ό,τι επακολουθεί, συνέπεια, αποτέλεσμα, επακόλουθο αρχ. μσν. δευτερεύουσα σκέψη … Dictionary of Greek
επακολούθηση — η (AM ἐπακολούθησις) [επακολουθώ] διαδοχή, επέλευση, ακολουθία μσν. φρ. «εἰς τὴν πικολούθηση» κατόπιν, ύστερα από αρχ. 1. συμφωνία 2. εξακολουθητική μελέτη, προμελέτη 3. αποτέλεσμα, επακολούθημα 4. φρ. «κατ ἐπακολούθησιν» ακολούθως, επομένως… … Dictionary of Greek
επακόλουθος — η, ο (AM ἐπακόλουθος, ον) [επακολουθώ] αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο νεοελλ. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες μσν. φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» συγκλητικός, μέλος … Dictionary of Greek